σορβικός

σορβικός
(I)
-ή, -ό, Ν
βλ. σοραβικός.
————————
(II)
-ή, -ό, Ν
φρ. «σορβικό οξύ»
χημ. οργανική ένωση, διολεφινικό μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 2, 4-εξαδιενοϊκό οξύ, τού οποίου το ισομερές παρασορβικό οξύ απαντά στους καρπούς τής σορβιάς και το οποίο χρησιμοποιείται ως μυκητοκτόνο, ως πρόσθετο βερνικιών και προϊόντων καουτσούκ και ως συντηρητικό τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sorbic (acid) < sorbus (βλ. λ. σόρβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σοραβικός — και σορβικός ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σοραβούς 2. φρ. α) «σοραβικές γλώσσες» γλωσσ. γλώσσες που συγγενεύουν στενά με τις δυτικές σλαβικές γλώσσες και διαλέκτους και οι οποίες μιλιούνται σήμερα από μικρό αριθμό ατόμων τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”