- σορβικός
- (I)-ή, -ό, Νβλ. σοραβικός.————————(II)-ή, -ό, Νφρ. «σορβικό οξύ»χημ. οργανική ένωση, διολεφινικό μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία 2, 4-εξαδιενοϊκό οξύ, τού οποίου το ισομερές παρασορβικό οξύ απαντά στους καρπούς τής σορβιάς και το οποίο χρησιμοποιείται ως μυκητοκτόνο, ως πρόσθετο βερνικιών και προϊόντων καουτσούκ και ως συντηρητικό τροφίμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sorbic (acid) < sorbus (βλ. λ. σόρβος)].
Dictionary of Greek. 2013.